Το διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Ένα από τα νομοσχέδια που το προηγούμενο υπουργικό συμβούλιο θα συζητούσε αν δε μεσολαβούσε η πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου έφερε τον φιλόδοξο τίτλο «Καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας».
«Σκοπός του νόμου [θα ήταν] η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, που αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου και μπορούν να διασαλεύσουν άμεσα την κοινωνική ειρήνη.» Έτσι λοιπόν, έναντι άλλων: «Όποιος με πρόθεση, δημόσια, είτε προφορικά είτε διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει, αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και η πράξη αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων έως δέκα χιλιάδων (3.000-10.000) ευρώ.»
Με τις διατάξεις αυτές, τέσσερα στελέχη της μεταβατικής κυβέρνησης Παπαδήμου θα μπορούσαν να διώκονται ποινικά καθώς οι εν λόγω βουλευτές του ΛΑΟΣ, με τον δικό του τρόπο ο καθένας και σε διαφορετική ένταση, έχουν κατά καιρούς εκφράσει απόψεις που μπορούν άνετα να υπαχθούν στις ως άνω διατάξεις.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όταν πέρυσι της είχε ζητηθεί από την ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης να σχολιάσει το νομοσχέδιο, είχε εκφράσει «επιφυλάξεις σχετικά με την εν γένει χρησιμότητα, αποτελεσματικότητα και κοινωνικοπολιτική λειτουργία του εν
λόγω νομοθετήματος στην ελληνική έννομη τάξη. (…)» Γράφαμε πως «αυτό που δυνητικά θα συμβαίνει εφόσον εφαρμοστεί η προτεινόμενη ρύθμιση θα είναι το εξής παράδοξο: οι διατάξεις του ποινικού κώδικα θα παραμένουν ανεφάρμοστες έναντι περιστατικών ρατσιστικής βίας (τα οποία ολοένα και αυξάνονται, κυρίως σε βάρος μεταναστών), το ρατσιστικό κίνητρο θα παραμένει ανεξιχνίαστο διότι απλώς δεν διερευνάται, ενώ η έννομη τάξη τάχα θα στρέφεται εναντίον εκείνου που “προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό”».
Η αντίφαση που είχαμε επισημάνει τότε καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη επί των ημερών μας. Αυτό που υποτίθεται πως ποινικά έπρεπε να κολάζεται, πολιτικά επιβραβεύεται με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση. Και μάλιστα – και εδώ έγκειται η ελληνική πρωτοτυπία – σε μια κυβέρνηση η οποία δεν είχε ανάγκη των ψήφων του ΛΑΟΣ, αλλά μόνο για να παραχθεί η εικόνα της τρικομματικής συναίνεσης.
Τέτοια συναίνεση να μας λείπει.
Ένα από τα νομοσχέδια που το προηγούμενο υπουργικό συμβούλιο θα συζητούσε αν δε μεσολαβούσε η πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου έφερε τον φιλόδοξο τίτλο «Καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας».
«Σκοπός του νόμου [θα ήταν] η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, που αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου και μπορούν να διασαλεύσουν άμεσα την κοινωνική ειρήνη.» Έτσι λοιπόν, έναντι άλλων: «Όποιος με πρόθεση, δημόσια, είτε προφορικά είτε διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει, αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και η πράξη αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων έως δέκα χιλιάδων (3.000-10.000) ευρώ.»
Με τις διατάξεις αυτές, τέσσερα στελέχη της μεταβατικής κυβέρνησης Παπαδήμου θα μπορούσαν να διώκονται ποινικά καθώς οι εν λόγω βουλευτές του ΛΑΟΣ, με τον δικό του τρόπο ο καθένας και σε διαφορετική ένταση, έχουν κατά καιρούς εκφράσει απόψεις που μπορούν άνετα να υπαχθούν στις ως άνω διατάξεις.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όταν πέρυσι της είχε ζητηθεί από την ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης να σχολιάσει το νομοσχέδιο, είχε εκφράσει «επιφυλάξεις σχετικά με την εν γένει χρησιμότητα, αποτελεσματικότητα και κοινωνικοπολιτική λειτουργία του εν
λόγω νομοθετήματος στην ελληνική έννομη τάξη. (…)» Γράφαμε πως «αυτό που δυνητικά θα συμβαίνει εφόσον εφαρμοστεί η προτεινόμενη ρύθμιση θα είναι το εξής παράδοξο: οι διατάξεις του ποινικού κώδικα θα παραμένουν ανεφάρμοστες έναντι περιστατικών ρατσιστικής βίας (τα οποία ολοένα και αυξάνονται, κυρίως σε βάρος μεταναστών), το ρατσιστικό κίνητρο θα παραμένει ανεξιχνίαστο διότι απλώς δεν διερευνάται, ενώ η έννομη τάξη τάχα θα στρέφεται εναντίον εκείνου που “προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό”».
Η αντίφαση που είχαμε επισημάνει τότε καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη επί των ημερών μας. Αυτό που υποτίθεται πως ποινικά έπρεπε να κολάζεται, πολιτικά επιβραβεύεται με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση. Και μάλιστα – και εδώ έγκειται η ελληνική πρωτοτυπία – σε μια κυβέρνηση η οποία δεν είχε ανάγκη των ψήφων του ΛΑΟΣ, αλλά μόνο για να παραχθεί η εικόνα της τρικομματικής συναίνεσης.
Τέτοια συναίνεση να μας λείπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου