Αναδημοσίευση από www.vima.gr
Κατά το διάστημα Απρίλιος – Δεκέμβριος του 2011, η εκλογική επιρροή Χρυσής Αυγής κυμάνθηκε μεταξύ 1% και 1,5% («Πολιτική Συγκυρία και Διακυβέρνηση», VPRC, 12/2011). Τον Ιανουάριο του 2012, η εκλογική επιρροή της ανέβηκε στο 2,5% («Πολιτική Συγκυρία και Διακυβέρνηση», VPRC, 12/2012). Σύμφωνα με άλλη δημοσκόπηση, τον Φεβρουάριο η εκλογική επιρροή της έφτασε σε εκλόγιμο ποσοστό: 3% (Πολιτικό Βαρόμετρο, Public Issue, 02/2012). Η εκλογική επιρροή του ιδεολογικά «συγγενούς» ΛΑ.Ο.Σ., εμφανίζει τους τελευταίους μήνες πτωτική πορεία.
Ήδη από τον Οκτώβριο του 2011, ο ΛΑ.Ο.Σ. έρχεται, στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, πέμπτο – έκτο κόμμα στην πρόθεση ψήφου, ενώ από τη νέα χρόνια, καταλαμβάνει κυρίως την έκτη θέση, πίσω από τις δυνάμεις της «αντιμνημονιακής» αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜ.ΑΡ.), η κάθε μία από τις οποίες συγκεντρώνει διψήφια ποσοστά (Πανελλαδικές δημοσκοπήσεις «Πολιτική Συγκυρία και Διακυβέρνηση», VPRC, 10/2011 έως και 01/2012 - Πανελλαδική Έρευνα Metron Forum, Metron Analysis, 12/2011 - Πολιτικά Βαρόμετρα, Public Issue, 10/2011, 11/2011, 12/2011 και 02/2012). Μάλιστα, τον Φεβρουάριο του 2012, ο ΛΑ.Ο.Σ. συγκέντρωσε το χαμηλότερο καταγεγραμμένο ποσοστό εκλογικής επιρροής εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα: μόλις 5% (Πολιτικό Βαρόμετρο, Public Issue, 02/2012).
Καταρχήν, η Χρυσή Αυγή, έχοντας υιοθετήσει από την αρχή έντονα «αντιμνημονιακή» ρητορική, όπως και τα κόμματα της αριστεράς, ευνοήθηκε δημοσκοπικά, την ίδια στιγμή που ο ΛΑ.Ο.Σ. βλέπει την επιρροή του να εξανεμίζεται, έχοντας επιλέξει να στηρίξει τη δανειακή σύμβαση και στη συνέχεια, να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Ταυτόχρονα, καθώς από τον δημόσιο και πολιτικό διάλογο απουσιάζει κυριαρχεί ο λαϊκισμός, η δημαγωγία και η ευθυνοφοβία, καθώς η πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται όλο και περισσότερο με κατηγορίες περί «προδοτών» και «δωσίλογων», με θρήνους για την «απώλεια εθνικής κυριαρχίας» και απαξίωση σύσσωμου του πολιτικού κόσμου που φτάνει ακόμα και στον προπηλακισμό, ακραία πολιτικά μορφώματα όπως η νεοφασιστική Χρυσή Αυγή, μπορούν ν’ αντλήσουν εκλογικά οφέλη, επενδύοντας στα εθνικιστικά, συντηρητικά ακόμα και αντικοινοβουλευτικά αντανακλαστικά σημαντικής μερίδας των ψηφοφόρων.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, ο λόγος και οι πρακτικές της Χρυσής Αυγής παύουν πλέον να φαίνονται τόσο «ακραίες». Επιπλέον, η Χρυσή Αυγή μπορεί να ωφεληθεί ακόμα περισσότερο από την αντιμεταναστευτική - ξενοφοβική ρητορεία της. Η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, η πρωτοφανής ανεργία και η έντονη εργασιακή ανασφάλεια, η αύξηση της φτώχειας και των αστέγων, η απουσία προοπτικής και διεξόδου έστω και μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, αυξάνουν την κοινωνική ένταση και το αίσθημα απόγνωσης και απελπισίας. Η αδιαφορία για τον «ξένο» (μετανάστη, πρόσφυγα) μεγεθύνεται και η αναζήτηση του εξιλαστήριου θύματος διευκολύνεται: όχι «πρώτα οι Έλληνες!» αλλά, πλέον, «μόνο οι Έλληνες!». (Βέβαια, ευθύνες για τις διαστάσεις που έχει λάβει το μεταναστευτικό ζήτημα φέρει και η Ε.Ε. η οποία δεν έχει υιοθετήσει ουσιαστικά μέτρα όπως η αναθεώρηση του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ).
Τέλος, η Χρυσή Αυγή μπορεί να αποκομίσει εκλογικά οφέλη, καθώς συνεχίζει να επενδύει πολιτικά σε εξωτερικούς «εχθρούς» και «δυνάμεις» που επιβουλεύονται το έθνος και καραδοκούν για να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες του. Οι συνεχείς προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο, η έντονη δυσφορία στο στράτευμα για δραστικές μειώσεις στη μισθοδοσία του και για μεγάλες ελλείψεις σε μέσα και εξοπλισμό, σε συνδυασμό με τις κατηγορίες για «αδράνεια» του ελληνικού κράτους να προχωρήσει σε οριοθέτηση της ΑΟΖ και σε εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που δήθεν θα «έσωζαν» τη χώρα εντός μικρού χρονικού διαστήματος, εντείνουν τους φόβους και τη φημολογία περί «θερμού επεισοδίου» και αδυναμίας - ακόμα και απουσίας θέλησης – προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας και των οικονομικών συμφερόντων της χώρας. Ο «εξωτερικός εχθρός» συναντά τον «εσωτερικό»: και πάλι ο «ανίκανος», «προδότης», «δοσίλογος» Έλληνας πολιτικός.
Καταρχήν, η Χρυσή Αυγή, έχοντας υιοθετήσει από την αρχή έντονα «αντιμνημονιακή» ρητορική, όπως και τα κόμματα της αριστεράς, ευνοήθηκε δημοσκοπικά, την ίδια στιγμή που ο ΛΑ.Ο.Σ. βλέπει την επιρροή του να εξανεμίζεται, έχοντας επιλέξει να στηρίξει τη δανειακή σύμβαση και στη συνέχεια, να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Ταυτόχρονα, καθώς από τον δημόσιο και πολιτικό διάλογο απουσιάζει κυριαρχεί ο λαϊκισμός, η δημαγωγία και η ευθυνοφοβία, καθώς η πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται όλο και περισσότερο με κατηγορίες περί «προδοτών» και «δωσίλογων», με θρήνους για την «απώλεια εθνικής κυριαρχίας» και απαξίωση σύσσωμου του πολιτικού κόσμου που φτάνει ακόμα και στον προπηλακισμό, ακραία πολιτικά μορφώματα όπως η νεοφασιστική Χρυσή Αυγή, μπορούν ν’ αντλήσουν εκλογικά οφέλη, επενδύοντας στα εθνικιστικά, συντηρητικά ακόμα και αντικοινοβουλευτικά αντανακλαστικά σημαντικής μερίδας των ψηφοφόρων.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, ο λόγος και οι πρακτικές της Χρυσής Αυγής παύουν πλέον να φαίνονται τόσο «ακραίες». Επιπλέον, η Χρυσή Αυγή μπορεί να ωφεληθεί ακόμα περισσότερο από την αντιμεταναστευτική - ξενοφοβική ρητορεία της. Η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, η πρωτοφανής ανεργία και η έντονη εργασιακή ανασφάλεια, η αύξηση της φτώχειας και των αστέγων, η απουσία προοπτικής και διεξόδου έστω και μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, αυξάνουν την κοινωνική ένταση και το αίσθημα απόγνωσης και απελπισίας. Η αδιαφορία για τον «ξένο» (μετανάστη, πρόσφυγα) μεγεθύνεται και η αναζήτηση του εξιλαστήριου θύματος διευκολύνεται: όχι «πρώτα οι Έλληνες!» αλλά, πλέον, «μόνο οι Έλληνες!». (Βέβαια, ευθύνες για τις διαστάσεις που έχει λάβει το μεταναστευτικό ζήτημα φέρει και η Ε.Ε. η οποία δεν έχει υιοθετήσει ουσιαστικά μέτρα όπως η αναθεώρηση του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ).
Τέλος, η Χρυσή Αυγή μπορεί να αποκομίσει εκλογικά οφέλη, καθώς συνεχίζει να επενδύει πολιτικά σε εξωτερικούς «εχθρούς» και «δυνάμεις» που επιβουλεύονται το έθνος και καραδοκούν για να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες του. Οι συνεχείς προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο, η έντονη δυσφορία στο στράτευμα για δραστικές μειώσεις στη μισθοδοσία του και για μεγάλες ελλείψεις σε μέσα και εξοπλισμό, σε συνδυασμό με τις κατηγορίες για «αδράνεια» του ελληνικού κράτους να προχωρήσει σε οριοθέτηση της ΑΟΖ και σε εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που δήθεν θα «έσωζαν» τη χώρα εντός μικρού χρονικού διαστήματος, εντείνουν τους φόβους και τη φημολογία περί «θερμού επεισοδίου» και αδυναμίας - ακόμα και απουσίας θέλησης – προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας και των οικονομικών συμφερόντων της χώρας. Ο «εξωτερικός εχθρός» συναντά τον «εσωτερικό»: και πάλι ο «ανίκανος», «προδότης», «δοσίλογος» Έλληνας πολιτικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου